πολυϊμίδιο

πολυϊμίδιο
το, Ν
(χημ. τεχνολ.) συν. στον πληθ. τα πολυϊμίδια
συνοπτική ονομασία πολυμερών ενώσεων τών οποίων τα μακρομόρια περιέχουν ιμιδικές ενώσεις και οι οποίες χαρακτηρίζονται από εξαιρετικές μηχανικές ιδιότητες, όπως δυσκαμψία, σκληρότητα και αντίσταση στη φθορά, και χρησιμοποιούνται στην αεροναυπηγική και στην αυτοκινητοβιομηχανία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”